αλκικέφαλος

αλκικέφαλος
(alcicephalus). Γένος ζώων που έχει εξαφανιστεί. Ανήκει στην ομοταξία των αρτιοδάκτυλων θηλαστικών της οικογένειας των δερμοκεράτων. Απολιθώματα των ζώων αυτών βρέθηκαν στη Μαράγα (Ιράν) σε στρώματα της άνω μειόκαινης περιόδου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αλκι- — (Α ἀλκι ) α΄ συνθετικό λέξεων τής αρχαίας και τής νέας Ελληνικής με περιορισμένη χρήση, που προέρχεται ετυμολογικά από το ουσιαστικό ἀλκή, «ισχύς, δύναμη, ανδρεία».Παραδείγματα συνθέτων με α΄ συνθ. ἀλκι είναι τα εξής: αρχ. ἀλκίβιος, ἀλκίφρων μσν …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”